κρομμυοξυρεγμία

κρομμυοξυρεγμία
κρομμῠοξῠρεγμία, ,
A a belch of onions and crudities, Ar.Pax529.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρομμυοξυρεγμία — κρομμυοξυρεγμία, ἡ (Α) ρέψιμο με οσμή κρεμμυδίλας και ξινίλας («τοῡ μὲν γὰρ ὄξει κρομμυοξυρεγμίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αριστοφάνειο κωμικό «επ ευκαιρία σύνθετο» < κρόμμυον + ὀξυρεγμία «ξινίλα τού στομάχου και ρέψιμο λόγω δυσπεψίας»] …   Dictionary of Greek

  • κρομμυοξυρεγμίας — κρομμυοξυρεγμίᾱς , κρομμυοξυρεγμία a belch of onions and crudities fem acc pl κρομμυοξυρεγμίᾱς , κρομμυοξυρεγμία a belch of onions and crudities fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”